Home > Blossary: Architecture contemporaine
Base de données terminologique créée dans le cadre du cours de terminologie du Master2 DTIC à l'UBS de Vannes, France.

Category:

49 Terms

Created by: Kizsok

Number of Blossarys: 1

My Terms
Collected Terms

Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα πόρτες, πρόσθετη θερμική μόνωση τοίχων και οροφής, εξαερισμό, πλάκες υπογείου και θεμέλια που μπορούν να μειώσουν την απώλεια θερμότητας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El objetivo de los esfuerzos para reducir la cantidad de energía necesaria para proporcionar productos y servicios: extremo local ecológico de materiales, el diseño de edificios apretados, incluyendo la eficiencia energética de ventanas, puertas y sellado, el aislamiento térmico adicional de las paredes y el techo, ventilación, sótano las losas, y las fundaciones pueden reducir la pérdida de calor.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο σχιστόλιθος είναι ένα λεπτόκοκκο, ομοιογενές μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, σε φύλλα, το οποίο προέρχεται από ένα πρωτότυπο αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο ή ηφαιστειακή τέφρα, μέσω χαμηλής ποιότητας μεταμορφωσιγένειας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Una pizarra es una roca metamórfica, homógena, foliada, de granos finos, derivada de una roca original sedimentada tipo esquisto compuesta de arcilla o polvo volcánico a través de un bajo nivel de metamórfosis regional.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

acero es una aleación que consiste mayormente de hierro y carbón.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εκσκαφή της γης, όπως κατά την κατασκευή, η οποία συνίσταται στην απομάκρυνση χώματος από ένα κεκλιμένο χώρο με σκοπό να δημιουργήσει ένα επίπεδο και οριζόντιο έδαφος.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Excavación de tierra, como en la construcción de ingeniería, que consiste en extraer tierra de un lugar inclinado para hacer un suelo plano y horizontal.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Αυτός που δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει από μέσα, αυτός που εμποδίζει τις διαρροές.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Que no permite que entre o salga el agua, que evita las fugas.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Una ampliación es una parte de una edificación (un cuarto o más) que se han agregado a la edificación existente y original.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Se dice de una construcción, un entorno o un paisaje que existe. Está presente en la actualidad y el arquitecto tiene que ocuparse de ello.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Σε πολλές κατοικίες και σε βιομηχανικά κτίρια μια πλάκα, υποστηριζόμενη από τη θεμελίωση ή τοποθετημένη απευθείας στο έδαφος, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του ισογείου ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En muchas edificaciones domésticas e industriales se usa una losa apoyada en bases o directamente en el subsuelo para construir la planta baja de una edificación.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το έργο του κουφωματά, η κατασκευή και εγκατάσταση εξαρτημάτων στα κτίρια με υλικά όπως το ξύλο και αλουμίνιο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Trabajo del carpintero, fabricación e instalación de accesorios en construcciones con materiales como madera y aluminio.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε μνημεία

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Un artesano que trabaja con piedra, ladrillo, hormigón. La albañilería es comúnmente utilizada para las paredes de edificios, muros contenedores y monumentos.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El acto de proteger algo rodeándolo con un material que reduce o impide la transmisión del sonido o el calor o la electricidad. El material para este propósito.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Επίχρισμα είναι μια κάλυψη που εφαρμόζεται στην επιφάνεια ενός αντικειμένου και που συνήθως αναφέρεται ως υπόστρωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιχρίσματα εφαρμόζονται για να βελτιώσουν τις ιδιότητες της επιφάνειας του υποστρώματος, όπως η εμφάνιση, πρόσφυση, υγρό-ικανότητα, την αντίσταση στη διάβρωση, αντοχή στη φθορά και αντοχή στις γρατζουνιές.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El revestimiento es un recubrimiento que se aplica a la superficie de un objeto, normalmente conocido como el sustrato. En muchos casos, los revestimientos se aplican para mejorar las propiedades de la superficie del sustrato, como la apariencia, la adhesión, la impermeabilidad, la resistencia a la corrosión, la resistencia al desgaste y la resistencia a los rayones.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υλικά που θεωρούνται ότι προκαλούν ελάχιστη ή μηδενική βλάβη στο περιβάλλον.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Se utiliza para referirse a los bienes considerados que causan mínimo daño o no causan daño alguno en el medioambiente.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El proceso de planificación, organización, dotación de personal, dirección y control de la producción de un edificio.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. (Συνήθως στον πληθυντικό), επίπλωση και εξοπλισμός 2. το να φτιάχνεις ή να καθιστάς κατάλληλο, το να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. (Generalmente en plural) mobiliario y equipos 2. Que es o resulta adecuado; que se adapta a las circunstancias.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής τοπίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Procedimiento especial para la generación de ofertas competitivas de diversos oferentes que aspiran a ganar la licitación de una actividad empresarial relacionada con la arquitectura, el diseño, el urbanismo o el paisaje.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Una organización formal de los arquitectos, cuyo objetivo es informar y escribir textos que rigen la profesión.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο νικητής ενός διαγωνισμού αρχιτεκτονικής παίρνει την εντολή να υλοποιήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El ganador de un concurso de arquitectura obtiene el cargo de realizar un proyecto arquitectónico.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας μηχανικός που διευθετεί με ελκυστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του τοπίου ή του κήπου. Προσαρμόζει το τοπίο, σύμφωνα με την ιστορία της περιοχής, τα υπάρχοντα κτίρια, το σκοπό της περιοχής.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Un ingeniero que organiza los elementos del paisaje o jardín de forma atractiva. Se acomoda el paisaje de acuerdo con la historia de la zona, los edificios existentes, con el fin de la zona.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

The administrative offices of a municipal government

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή υπηρεσία.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Expediente con respecto a los derechos de propiedad, posesión o de otro tipo en la tierra para proporcionar evidencia de título, facilitar las transacciones y evitar la eliminación ilegal, por lo general editado por un organismo o departamento gubernamental.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

el marco que sujeta a la puerta o a la ventana (marco de ventana).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

La parte de un edificio que se ve de primero, o generalmente un lado del edificio.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Τα δομικά υλικά χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο για τη δημιουργία κτιρίων και κατασκευών. Μπορούν να είναι φυσικά υλικά: ξύλο, ασβέστης, σκοινί, κυτταρίνη, μαλλί, και συνθετικά υλικά: χάλυβας, γύψος, κεραμικό, γυαλί, πλαστικό, τσιμέντο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Materiales de construcción utilizados en la industria de la construcción para crear edificios y estructuras. Pueden ser naturales: madera, cal, cáñamo, celulosa, lana y sintéticos: acero, yeso, cerámica, vidrio, plástico, concreto.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

La acción de trabajar la forma de algo (como por hacer un esquema, marcación o plano).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κάθε εργασία που έχει αναληφθεί ή επιχειρείται να αναληφθεί. Στην αρχιτεκτονική ο όρος "έργο" χρησιμοποιείται για να κατονομάσει την υλοποίηση ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Cualquier pieza de trabajo que es llevada a cabo o intentada. En la arquitectura, un proyecto es usado para denominar la realización de un edificio.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. La acción de mejorar al renovar y restaurar. 2. El estado de ser restaurado a su mejor condición.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Diseñado para o adaptado a una función o uso.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Adj]: Situado en o adecuadas para el aire libre o en el exterior de un edificio # [n] [n]: la región que se encuentra fuera de algo

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Organización comercial que provee un conjunto de servicios en arquitectura. Muchas veces recopila varias arquitecturas.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Acero es una aleación que consite mayormente de hierro y carbón.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El acto de suministrar aire fresco y eliminar aire sucio, dentro de un espacio cerrado. Un sistema mecánico en un edificio que ofrece aire fresco.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Cualquier objeto grande fijados de manera permanente a la superficie de la Tierra o en su órbita, como resultado de la construcción, y la disposición de sus partes. Puede haber edificios y lugares distintos a edificios, hecho por el hombre o por animales.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Adj] situado dentro o conveniente para el interior de un edificio [n] la superficie interna o cerrado de algo

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Muebles, los instrumentos que hacen que un espacio o área lista para ser ocupada.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. relativos a las zonas rurales 2. que viven en o característica de la agricultura o la vida en el campo

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. Ubicado en o característico de una ciudad o urbe. 2. Relacionado a o involucrado con una ciudad o un área densamente poblada.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

μια περιοχή που έχει σημανθεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

una región desmarcada para propósitos administrativos u otros.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Un carpintero (albañil) es un artesano hábil que realiza carpintería. Los carpinteros trabajan con madera para contruir, instalar y mantener edificaciones, muebles y otros proyectos. El trabajo puede involucrar labor manual y trabajo en exteriores.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Un concurso para obtener algún premio, honor o ventaja. En la industria de la construcción de un concurso es una competencia entre arquitectos para obtener un premio para el trabajo conceptual o una orden para hacer un edificio.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

La madera es un producto de los árboles, y otras plantas fibrosas en ocasiones, utilizados para la construcción cuando se corta o se comprime en la madera y la madera, tales como tablas, tablones y otros materiales similares.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

El hormigón es un material de construcción compuesto hecho a partir de la combinación de áridos y un aglutinante, como el cemento.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Un trabajador que tiene habilidades especiales en la industria de la construcción. Un constructor puede ser albañil, electricista, plomero, pintor, carpintero...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Constructor especializado en fabricar techos, zapatas y revestimientos impermeables exteriores, como lo que se encuentra en la mayor parte de la arquitectura doméstica.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Organización comercial que provee un conjunto de servicios arquitectónicos. A menudo reúne a varios arquitectos.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Member comments


( You can type up to 200 characters )

Δημοσίευση  
Other Blossarys